λαθρεμπορικός

λαθρεμπορικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λαθρέμπορο
2. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο ή χρησιμοποείται για λαθρεμπόριο («λαθρεμπορικό πλοίο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”